δύο

δύο
και δυο (AM δύο)
1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα
2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» — κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο
νεοελλ.
1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα μεσάνυχτα»)
2. (ως ουσ. με το ουδ. άρθρο) το δύο
(στα χαρτιά τής τράπουλας) αυτό που εικονίζει δύο φορές το ορισμένο σχήμα («έχω το δύο το καλό»)
3. φρ. α) «μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια» — γι' αυτούς που με μια προσπάθεια πετυχαίνουν διπλό αποτέλεσμα
β) «όποιος κυνηγάει δυο λαγούς, κανένα δεν πιάνει» — γι' αυτούς που ασχολούνται ταυτόχρονα με δύο δύσκολες υποθέσεις
γ) «από 'να κριάρι δυο τομάρια» — για πλεονέκτες
δ) «δυο κεφάλια σ' ένα φέσι δεν χωρούνε» — είναι αδύνατο να άρχουν δύο συγχρόνως
ε) «γίναμε από δυο χωριά» — μαλώσαμε
στ) «δυο τρεις» πολύ λίγοι
4. μουσ. «ανά δύο» — όρος που δηλώνει ότι δύο όργανα τής ίδιας οικογένειας γραμμένα στο ίδιο πεντάγραμμο πρέπει να παίξουν προς στιγμήν ενωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *duwō-. To βραχύ τελικό φωνήεν τής λ. δύο είναι δυσερμήνευτο και υποστηρίχθηκε ότι μπορεί να είναι πρωταρχικό, επειδή εμφανίζεται και στα αρμ. erko-tasan «δώδεκα», αρχ. ινδ. dva-kắ- «συνδεδεμένα ανά ζεύγη» καθώς και στο λατ. duo. Η υπόθεση ότι το δύο προήλθε από τον επικό και ελεγειακό τ. δύω ή *δύο (=αρχ. ινδ. duvắ, αρχ. σλ. dŭvĕ) προ φωνήεντος δεν είναι πειστική. Ίσως πρόκειται για αρχαία άκλιτη λέξη παράλληλα προς τον τ. δυϊκού αριθμού δύω (=αρχ. ινδ. duvā, αρχ. σλ. dŭva). Παράλληλα προς τη δισύλλαβη ρίζα *duwō- εμφανίζεται και η μονοσύλλαβη *dwō (u)- η οποία απαντά στο δ (F)ώ-δεκa*, αρμ. erku, αρχ. ινδ. dvắ (u), χεττ. dā- στο dā-yuga- «διετής»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δύο — και δυο αριθμ., που δηλώνει δύο μονάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δύο — Acut. (Sp.) indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυο- — (AM και δύω ) 1. α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι στο β συνθετικό, όταν αυτό είναι αριθμητικό, προστίθεται ο αριθμός δύο 2. ως αντικ. τού β συνθετικού (π.χ. δυοποιός) …   Dictionary of Greek

  • Δύο τοίχους ἀλείφειν. — δύο τοίχους ἀλείφειν. См. И нашим и вашим …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δύο σωμάτων, πρόβλημα των- — Ειδική περίπτωση του προβλήματος ν σωμάτων, κατά την οποία μπορεί να βρεθεί μια γενική λύση για τις τροχιές δύο σωμάτων, υπό την επίδραση της αμοιβαίας έλξης της βαρύτητας. Παράδειγμα τέτοιου προβλήματος είναι η κίνηση ενός πλανήτη γύρω από τον… …   Dictionary of Greek

  • Δύο Βουνά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 191 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται Α του Γοργοπόταμου, Ν της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γοργοποτάμου …   Dictionary of Greek

  • Δύο Πρίνοι — Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου …   Dictionary of Greek

  • Δύο Ρεύματα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στις δυτικές απολήξεις του Πηλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μηλέων …   Dictionary of Greek

  • Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… …   Dictionary of Greek

  • Δύο Σικελιών, Βασίλειο — Βλ. λ. Ανδηγαυία· Νάπολη· Σικελία· Ιταλία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”